- θεόσσυτος
- θεόσσυτος και θεόσυτος, -ον (Α)ο θεόσταλτος («θεόσσυτον χειμῶνα», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -(σ)συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. ανά-σσυτος, επί-σσυτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεόσσυτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσσυτον — θεόσσυτος masc/fem acc sg θεόσσυτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσσυτα — θεόσσυτος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσυτος — θεόσυτος, ον (Α) βλ. θεόσσυτος* … Dictionary of Greek